ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ THE DOCTOR, τεύχος 25 ” Ο ρόλος του bevacizumab στον τοπικά προχωρημένο ή μεταστατικό καρκίνο του μαστού”
Ο ρόλος του bevacizumab στον τοπικά προχωρημένο ή μεταστατικό καρκίνο του μαστού
Ο μεταστατικός καρκίνος του μαστού, παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια, παραμένει μια μη-ιάσιμη νόσος με διάμεση συνολική επιβίωση 24-36 μήνες σε ασθενείς με HER2-αρνητική νόσο. Η συστηματική θεραπεία περιλαμβάνει πλέον εκτός απο τη χημειοθεραπεία και την ορμονοθεραπεία και στοχευμένες θεραπείες, όπως είναι οι αντιαγγειογενετικοί παράγοντες1. Λίγες είναι οι θεραπείες πρώτης γραμμής που έχουν επιδείξει όφελος στη συνολική επιβίωση μέσω προοπτικών κλινικών μελετών, εκτός από τις HER2-στοχευμένες θεραπείες2.
Το bevacizumab είναι ένα ανασυνδυασμένο εξανθρωποποιημένο μονοκλωνικό αντίσωμα το οποίο έχει την ικανότητα να συνδέεται με όλες τις ισομορφές του VEGF-A παράγοντα, και μέσω αυτής της σύνδεσης να αναστέλλει την αγγειογένεση και την ανάπτυξη του όγκου3.
Αρχικά τρεις κλινικές μελέτες φάσης ΙΙΙ (ECOG-2100, AVADO, RIBBON-1) μελέτησαν την αποτελεσματικότητα του bevacizumab σε ασθενείς που έλαβαν πρώτης γραμμής θεραπεία. Πιο συγκεκριμένα, στην κλινική μελέτη ECOG-2100 συμμετείχαν 722 ασθενείς με μεταστατικό καρκίνο του μαστού στους οποίους δόθηκε είτε bevacizumab μαζί με πακλιταξέλη είτε μόνο πακλιταξέλη.
Λόγω της προσθήκης της στοχευμένης θεραπείας σημειώθηκε βελτίωση του PFS σε 11,3 μήνες από 5,8 μήνες καθώς και αύξηση του συνολικού ποσοστού ανταπόκρισης σε 48,9% από 22,2%. Στηριζόμενος στα θετικά αποτελέσματα αυτής της μελέτης αυτής ο FDA ενέκρινε την έγκριση αυτού του φαρμάκου σε συνδυασμό με πακλιταξέλη ως πρώτη γραμμή θεραπεία σε ασθενείς με μεταστατικό HER- 2 αρνητικό μεταστατικό καρκίνο του μαστού το 2008 4.
Ακολούθησε η κλινική μελέτη ΑVADO (Avastin and Docetaxel) στην οποία συμμετείχαν 736 ασθενείς με μεταστατικό ΗΕR- 2 αρνητικό καρκίνο του μαστού. Το bevacizumab δόθηκε σε δόσεις των 7.5mg/kg ή των 15 mg/kg σε συνδυασμό με δοσεταξέλη και σε όλες τις κοορτές παρατηρήθηκε βελτίωση του PFS κατά ένα ή δύο μήνες αντίστοιχα. Επίσης, και στις δύο δόσεις εντοπίσθηκαν υψηλότερα
ποσοστά συνολικής ανταπόκρισης λόγω της προσθήκης του bevacizumab στην θεραπεία (7,5 mg/kg: 55,2% ένταντι 46,4%; 15mg/kg: 64,1% έναντι 46,4%). 5