Παρενέργειες της ανοσοθεραπείας
Για πολλά χρόνια, το άκουσμα και μόνο της διάγνωσης μίας κακοήθειας στο μυαλό των περισσότερων ανθρώπων ισοδυναμούσε με μία άσχημη κατάληξη. Ευτυχώς όμως, τα τελευταία χρόνια, στην Ογκολογία έχει γίνει μεγάλη πρόοδος στην αντιμετώπιση του συνόλου των κακοηθειών. Νέα φάρμακα έχουν πάρει έγκριση, πράγμα που έχει ως συνέπεια σε πολλά νοσήματα να έχει αλλάξει η φυσική πορεία της νόσου, να έχει αυξηθεί η μέση επιβίωση των ογκολογικών ασθενών και πολλές κακοήθειες που παλιά θεωρούνταν μη θεραπεύσιμες, πλέον να έχουν καταστεί χρόνια νοσήματα. Αυτό έχει επιτευχθεί με την εισαγωγή στην καθημερινή κλινική πράξη της ανοσοθεραπείας και των στοχευμένων θεραπειών που χορηγούνται είτε μόνες τους είτε σε συνδυασμό με την κλασική χημειοθεραπεία. Η ανοσοθεραπεία και οι στοχευμένες θεραπείες μπορούν να παρέχουν σε συγκεκριμένες ομάδες ασθενών μακροχρόνια ύφεση της νόσου, ενώ στερούνται της κλασικής τοξικότητας της χημειοθεραπείας και μπορεί να γίνονται καλύτερα ανεκτές από τους ασθενείς. Μάλιστα οι συνδυασμοί πλεόν ανοσοθεραπευτικών φαρμάκων μεταξύ τους αλλά και με τις κλασικές χημειοθεραπείες και την ακτινοθεραπεία δίνουν πολλές υποσχέσεις για το προσεχές μέλλον, ακόμα και σε νοσήματα με κακή επιβίωση.
Ως γνωστόν, το ανοσιακό σύστημα είναι πολύ σημαντικό, μια και αφενός αποτελεί τη φυσική άμυνα του οργανισμού έναντι ξενιστών και αφετέρου συμβάλλει στην αντιμετώπιση καρκινικών κυττάρων. Η ανοσοθεραπεία είναι θεραπεία που χρησιμοποιεί συγκεκριμένα τμήματα του ανοσοποιητικού συστήματος του ίδιου του ασθενή για να καταπολεμήσει παθήσεις όπως ο καρκίνος. Αυτό μπορεί να γίνει με δύο τρόπους: είτε προκαλώντας ή πιέζοντας τις φυσικές δυνάμεις του ιδίου του ανοσοποιητικού συστήματος να ανακαλύψει και να επιτεθεί στα καρκινικά κύτταρα, είτε παρασκευάζοντας βιολογικά μόρια στο εργαστήριο που είναι ακριβώς όμοια με τα συστατικά του ανοσοποιητικού συστήματος χρησιμοποιώντας τα στη βελτίωση του τρόπου δράσης του αμυντικού μηχανισμού εναντίον των καρκινικών κυττάρων. Η ανοσοθεραπεία πια επεκτείνεται ολοένα και σε περισσότερες μορφές καρκίνου, μόνη ή και σε συνδυασμούς με άλλους παράγοντες και με διαφορετικό- βελτιωμένο μάλλον προφίλ τοξικότητας.
Στην καθημερινή κλινική πράξη επιβεβαιώνεται ότι η ανοσοθεραπεία δεν προκαλεί τις κλασικές τοξικότητες που βλέπουμε στη χημειοθεραπεία, όπως αλωπεκία, ναυτία και μυελοκαταστολή, ενώ σπάνια παρατηρείται καταβολή και ανορεξία. Η τοξικότητα της ανοσοθεραπείας σχετίζεται με υπερδιέγερση του ανοσοποιητικού συστήματος σε διάφορα όργανα του ανθρώπινου σώματος, δηλαδή αυτή η υπέρμετρη ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού μπορεί να οδηγήσει σε φλεγμονή οποιουδήποτε οργάνου ή συστήματος, οπότε αντίστοιχα μιλούμε για υποφυσίτιδα, θυρεοειδίτιδα, πνευμονίτιδα, ηπατίτιδα, διάμεση νεφρίτιδα, κολίτιδα, αρθρίτιδα κτλ. Πολλές φορές οι παρνέργειες αυτές μπορεί να ανευρίσκονται με τον εργαστηριακό έλεγχο που υποβάλλονται οι ασθενείς στο μεσοδιάστημα των θεραπειών, ενώ ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις που θα χρειαστεί νοσηλεία για την αντιμετώπιση τους. Μάλιστα, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, πρόκειται για παρενέργειες ελεγχόμενες και αντιμετωπίσιμες αποτελεσματικά με τη χορήγηση κορτιζόνης (μεθυλπρεδνιζολόνη 1-2mg/kg ΒΣ), όταν υπάρχει ισχυρή κλινική υποψία.
Συμπερασματικά, η ανοσοθεραπεία έχει φέρει μία επανάσταση στην αντιμετώπιση του καρκίνου τα τελευταία χρόνια. Η συνεχής εκπαίδευση στη διαχείριση των τοξικοτήτων των νέων φαρμάκων είναι καθοριστικής σημασίας τόσο για την επίτευξη της μέγιστης αποτελεσματικότητας των φαρμάκων αυτών όσο και για τη διατήρηση της ποιότητας ζωής των ασθενών, ενώ η εξεύρεση των κατάλληλων βιοδεικτών αποτελεί αντικείμενο μελέτης, ώστε πλεον να μιλάμε για εξατομικευμένη θεραπεία.
Νικόλαος Κεντεποζίδης, MD, MSc, PhD
Παθολόγος Ογκολόγος
Διευθυντής Δ’ Ογκολογικής Κλινικής
Metropolitan General